περιαιρετός

περιαιρετός
-ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ [περιαιρώ]
αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλα
β. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιαιρετόν — περιαιρετός that may be taken off masc acc sg περιαιρετός that may be taken off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετούς — περιαιρετός that may be taken off masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετῆς — περιαιρετός that may be taken off fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρετῷ — περιαιρετός that may be taken off masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”