- περιαιρετός
- -ή, -ό / περιαιρετός, -ή, -όν, ΝΑ [περιαιρώ]αυτός τον οποίο μπορεί να αποσπάσει κανείς από το σημείο που είναι προσαρμοσμένος (α. «περιαιρετή κλίμακα» — η ανεμόσκαλαβ. «τῆς Ἀθηνᾱς τὸ ἄγαλμα τὸν περιαιρετὸν ἀποδύσας κόσμον», Παυσ.).
Dictionary of Greek. 2013.